βρατσέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βρατσέρα | οι | βρατσέρες |
| γενική | της | βρατσέρας | — | |
| αιτιατική | τη | βρατσέρα | τις | βρατσέρες |
| κλητική | βρατσέρα | βρατσέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βρατσέρα < μπρατσέρα < βενετική brazzera[1] < brazzo[2] < λατινική brachium / bracchium < αρχαία ελληνική βραχίων (αντιδάνειο)
-
βρατσέρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
βρατσέρα
|
- βρατσέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.