μαρμάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαρμάρα | οι | μαρμάρες |
| γενική | της | μαρμάρας | — | |
| αιτιατική | τη | μαρμάρα | τις | μαρμάρες |
| κλητική | μαρμάρα | μαρμάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαρμάρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) (παρωχημένο) στείρα
- Δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη, κτλ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη». (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο)
Μεταφράσεις
μαρμάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.