απάστρευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απάστρευτος | η | απάστρευτη | το | απάστρευτο |
| γενική | του | απάστρευτου | της | απάστρευτης | του | απάστρευτου |
| αιτιατική | τον | απάστρευτο | την | απάστρευτη | το | απάστρευτο |
| κλητική | απάστρευτε | απάστρευτη | απάστρευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απάστρευτοι | οι | απάστρευτες | τα | απάστρευτα |
| γενική | των | απάστρευτων | των | απάστρευτων | των | απάστρευτων |
| αιτιατική | τους | απάστρευτους | τις | απάστρευτες | τα | απάστρευτα |
| κλητική | απάστρευτοι | απάστρευτες | απάστρευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpa.stɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πά‐στρευ‐τος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- απαστρίλα
- → δείτε τη λέξη παστρεύω
Μεταφράσεις
απάστρευτος
|
Αναφορές
- απάστρευτος - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
Πηγές
- απάστρευτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.