απάστρευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απάστρευτος η απάστρευτη το απάστρευτο
      γενική του απάστρευτου της απάστρευτης του απάστρευτου
    αιτιατική τον απάστρευτο την απάστρευτη το απάστρευτο
     κλητική απάστρευτε απάστρευτη απάστρευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απάστρευτοι οι απάστρευτες τα απάστρευτα
      γενική των απάστρευτων των απάστρευτων των απάστρευτων
    αιτιατική τους απάστρευτους τις απάστρευτες τα απάστρευτα
     κλητική απάστρευτοι απάστρευτες απάστρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απάστρευτος < α- (στερητικό) + παστρευτός (< παστρεύω)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpa.stɾe.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απάστρευτος

Επίθετο

απάστρευτος, -η. -ο

  1. ακαθάριστος
  2. αξεφλούδιστος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. απάστρευτος -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης»

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.