αμέτρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμέτρητος | η | αμέτρητη | το | αμέτρητο |
| γενική | του | αμέτρητου | της | αμέτρητης | του | αμέτρητου |
| αιτιατική | τον | αμέτρητο | την | αμέτρητη | το | αμέτρητο |
| κλητική | αμέτρητε | αμέτρητη | αμέτρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμέτρητοι | οι | αμέτρητες | τα | αμέτρητα |
| γενική | των | αμέτρητων | των | αμέτρητων | των | αμέτρητων |
| αιτιατική | τους | αμέτρητους | τις | αμέτρητες | τα | αμέτρητα |
| κλητική | αμέτρητοι | αμέτρητες | αμέτρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμέτρητος < α- (στερητικό) + -μετρη- (< μετρώ) -τος
Επίθετο
αμέτρητος, -η, -ο
- που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να καταμετρηθεί, ο μη μετρήσιμος ή μη αριθμήσιμος
- ο ουρανός είχε αμέτρητα αστέρια
- (μεταφορικά) (για να δείξουμε εντυπωσιασμό ή υπερβολή) κάποιος που είναι μετρήσιμος αλλά, σχετικά, μεγάλος σε αριθμό
- έχει αμέτρητα πουκάμισα!
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αμέτρητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.