ἄμετρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄμετρος < ἀ- στερητικό + μέτρον

Επίθετο

ἄμετρος, -η, -ον

  1. τόσο μεγάλος ώστε δεν μπορεί να μετρηθεί, τεράστιος
  2. αμετρίαστος
  3. αδιάκοπος
  4. δυσανάλογος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.