άθλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άθλιος η άθλια το άθλιο
      γενική του άθλιου της άθλιας του άθλιου
    αιτιατική τον άθλιο την άθλια το άθλιο
     κλητική άθλιε άθλια άθλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άθλιοι οι άθλιες τα άθλια
      γενική των άθλιων των άθλιων των άθλιων
    αιτιατική τους άθλιους τις άθλιες τα άθλια
     κλητική άθλιοι άθλιες άθλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άθλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄθλιος  και δείτε τη λέξη ἆθλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.θli.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άθλιος
τονικό παρώνυμο: αθλίως

Επίθετο

άθλιος, -α, -ο

  1. που προκαλεί αρνητικά συναισθήματα (όπως απόρριψη, αποστροφή, απέχθεια), πολύ κακός
  2. (οικείο) για πρόσωπο που κάνει κάτι απροσδόκητο (αρνητική ή θετική σημασία)
    Ρε άθλιε! τι πήγες κι έκανες; Μας κατέστρεψες.
    Βρε το άθλιο! βρε το ατιμούτσικο! πήρε άριστα στα μαθηματικά!
     συνώνυμα: άτιμος
  3. δυστυχισμένος, ταλαίπωρος
  4. που βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση, ερειπωμένος ή κουρελιασμένος

Συγγενικά

με θέμα αθλι-

 και δείτε τη λέξη άθλος για θέματα με αθλο-, αθλη-

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.