ερειπωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερειπωμένος η ερειπωμένη το ερειπωμένο
      γενική του ερειπωμένου της ερειπωμένης του ερειπωμένου
    αιτιατική τον ερειπωμένο την ερειπωμένη το ερειπωμένο
     κλητική ερειπωμένε ερειπωμένη ερειπωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερειπωμένοι οι ερειπωμένες τα ερειπωμένα
      γενική των ερειπωμένων των ερειπωμένων των ερειπωμένων
    αιτιατική τους ερειπωμένους τις ερειπωμένες τα ερειπωμένα
     κλητική ερειπωμένοι ερειπωμένες ερειπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ερειπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ερειπώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɾi.poˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερειπωμένος

Μετοχή

ερειπωμένος, -η, -ο

  • που έχει ερειπωθεί, που έχει μετατραπεί σε ερείπιο
    η ερειπωμένη πόλη, το ερειπωμένο σπίτι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.