ἆθλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἆθλος οἱ ἆθλοι
      γενική τοῦ ἄθλου τῶν ἄθλων
      δοτική τῷ ἄθλ τοῖς ἄθλοις
    αιτιατική τὸν ἆθλον τοὺς ἄθλους
     κλητική ! ἆθλε ἆθλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄθλω
γεν-δοτ τοῖν  ἄθλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἆθλος < ἄεθλος, ρίζα κοινή με το ἄεθλον και ἆθλον (το βραβείο)

Ουσιαστικό

ἆθλος αρσενικό

  1. ο αγώνας για κάποιο βραβείο, η άμιλλα
  2. ο μόχθος

Συνώνυμα

  • ἀθλοσύνη

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.