αθλιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθλιότητα οι αθλιότητες
      γενική της αθλιότητας των αθλιοτήτων
    αιτιατική την αθλιότητα τις αθλιότητες
     κλητική αθλιότητα αθλιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αθλιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθλιότης με χρήση της αιτιατικής ενικού «τήν ἀθλιότητα»

Προφορά

ΔΦΑ : /a.θliˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αθλιότητα

Ουσιαστικό

αθλιότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του άθλιου
  2. σε απαίσια κατάσταση
  3. (συνήθως στον πληθυντικό) ακραία πράξη
    Οι αθλιότητες που έπραξε ο Χίτλερ ενάντια στους Ιουδαίους δε θα συγχωρεθούν ποτέ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.