αθλιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αθλιότητα | οι | αθλιότητες |
| γενική | της | αθλιότητας | των | αθλιοτήτων |
| αιτιατική | την | αθλιότητα | τις | αθλιότητες |
| κλητική | αθλιότητα | αθλιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αθλιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθλιότης με χρήση της αιτιατικής ενικού «τήν ἀθλιότητα»
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.θliˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐θλι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
αθλιότητα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.