άθλια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άθλια < άθλιος

Επίρρημα

άθλια

  1. κατά τρόπο άθλιο, αισχρά
    μου συμπεριφέρθηκε άθλια
  2. άσχημα
    ήταν ντυμένος άθλια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άθλια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του άθλιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άθλιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.