εξαθλιωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαθλιωτικός η εξαθλιωτική το εξαθλιωτικό
      γενική του εξαθλιωτικού της εξαθλιωτικής του εξαθλιωτικού
    αιτιατική τον εξαθλιωτικό την εξαθλιωτική το εξαθλιωτικό
     κλητική εξαθλιωτικέ εξαθλιωτική εξαθλιωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαθλιωτικοί οι εξαθλιωτικές τα εξαθλιωτικά
      γενική των εξαθλιωτικών των εξαθλιωτικών των εξαθλιωτικών
    αιτιατική τους εξαθλιωτικούς τις εξαθλιωτικές τα εξαθλιωτικά
     κλητική εξαθλιωτικοί εξαθλιωτικές εξαθλιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξαθλιωτικός < εξαθλιώ(νω) + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksa.θli.o.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξαθλιωτικός
παλιότερος συλλαβισμός: εξαθλιωτικός

Επίθετο

εξαθλιωτικός, -ή, ό

  • που οδηγεί στην εξαθλίωση, συνήθως οικονομική
    Η έλλειψη τροφής και χρημάτων είναι εξαθλιωτική για τους άστεγους.

  • απαθλιωτικός

Μεταφράσεις

Πηγές

  • εξαθλιωτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.