καρποφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καρποφόρος | η | καρποφόρος & καρποφόρα |
το | καρποφόρο |
| γενική | του | καρποφόρου | της | καρποφόρου & καρποφόρας |
του | καρποφόρου |
| αιτιατική | τον | καρποφόρο | την | καρποφόρο & καρποφόρα |
το | καρποφόρο |
| κλητική | καρποφόρε | καρποφόρε & καρποφόρα |
καρποφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καρποφόροι | οι | καρποφόροι & καρποφόρες |
τα | καρποφόρα |
| γενική | των | καρποφόρων | των | καρποφόρων | των | καρποφόρων |
| αιτιατική | τους | καρποφόρους | τις | καρποφόρους & καρποφόρες |
τα | καρποφόρα |
| κλητική | καρποφόροι | καρποφόροι & καρποφόρες |
καρποφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καρποφόρος < αρχαία ελληνική καρποφόρος < καρπ(ός) + -ο- + -φόρος
Συγγενικά
- ακαρποφόρητος
- καρποφόρα
- καρποφορία
- καρποφορώ
- → δείτε τις λέξεις καρπός και φέρω
- μεσαιωνική ελληνική: δενδροκαρποφόρος, καρποφορά, καρποφορημένα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.