στείρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στείρος | η | στείρα | το | στείρο |
| γενική | του | στείρου | της | στείρας | του | στείρου |
| αιτιατική | τον | στείρο | τη | στείρα | το | στείρο |
| κλητική | στείρε | στείρα | στείρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στείροι | οι | στείρες | τα | στείρα |
| γενική | των | στείρων | των | στείρων | των | στείρων |
| αιτιατική | τους | στείρους | τις | στείρες | τα | στείρα |
| κλητική | στείροι | στείρες | στείρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στείρος < αρχαία ελληνική στεῖρος (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική stérile)
Επίθετο
στείρος, -α, -ο
- που στερείται την ικανότητα να τεκνοποιήσει
- (μεταφορικά) που δε δημιουργεί, δε βρίσκει λύσεις, δεν έχει ή δε φέρει αποτέλεσμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.