άσκοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσκοπος η άσκοπη το άσκοπο
      γενική του άσκοπου της άσκοπης του άσκοπου
    αιτιατική τον άσκοπο την άσκοπη το άσκοπο
     κλητική άσκοπε άσκοπη άσκοπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσκοποι οι άσκοπες τα άσκοπα
      γενική των άσκοπων των άσκοπων των άσκοπων
    αιτιατική τους άσκοπους τις άσκοπες τα άσκοπα
     κλητική άσκοποι άσκοπες άσκοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσκοπος < αρχαία ελληνική ἄσκοπος < α- + σκοπός

Επίθετο

άσκοπος, -η, -ο

  1. που δεν έχει σκοπό, χωρίς νόημα ή αποτελεσματικότητα, ή χωρίς καθαρό προορισμό
     αντώνυμα: σκόπιμος
  2. που είναι αναποτελεσματικός και μάταιος
     συνώνυμα: αναποτελεσματικός, ατελέσφορος
     αντώνυμα: αποτελεσματικός, τελεσφόρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.