αναποτελεσματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναποτελεσματικός η αναποτελεσματική το αναποτελεσματικό
      γενική του αναποτελεσματικού της αναποτελεσματικής του αναποτελεσματικού
    αιτιατική τον αναποτελεσματικό την αναποτελεσματική το αναποτελεσματικό
     κλητική αναποτελεσματικέ αναποτελεσματική αναποτελεσματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναποτελεσματικοί οι αναποτελεσματικές τα αναποτελεσματικά
      γενική των αναποτελεσματικών των αναποτελεσματικών των αναποτελεσματικών
    αιτιατική τους αναποτελεσματικούς τις αναποτελεσματικές τα αναποτελεσματικά
     κλητική αναποτελεσματικοί αναποτελεσματικές αναποτελεσματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναποτελεσματικός < αν- + αποτελεσματικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ineffectif ή αγγλική ineffective ή ineffectual)

Επίθετο

αναποτελεσματικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.