μεταχαρακτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεταχαρακτήρας | οι | μεταχαρακτήρες |
| γενική | του | μεταχαρακτήρα | των | μεταχαρακτήρων |
| αιτιατική | τον | μεταχαρακτήρα | τους | μεταχαρακτήρες |
| κλητική | μεταχαρακτήρα | μεταχαρακτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταχαρακτήρας < μετα- + χαρακτήρας
Ουσιαστικό
μεταχαρακτήρας αρσενικό
- (πληροφορική, κανονικές εκφράσεις) κανονικός χαρακτήρας αλφαβήτου ή σύμβολο, ο οποίος λόγω της θέσης του στον εκάστοτε κώδικα αποκτά ειδική σημασία και χρησιμοποιείται στην αντιπαραβολή προτύπων (pattern matching)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μεταχαρακτήρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.