Άγκυρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Άγκυρα
      γενική της Άγκυρας
& Αγκύρας
    αιτιατική την Άγκυρα
     κλητική Άγκυρα
Ο δεύτερος τύπος της γενικής είναι λόγιος.
Δείτε και την κλίση του άγκυρα.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Άγκυρα < ελληνιστική κοινή Ἄγκυρα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaŋ.ɟi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Άγκυρα

Κύριο όνομα

Άγκυρα θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη άγκυρα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.