anchor

Αγγλικά (en)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
anchor anchors

anchor (en)

  1. (ναυτικός όρος) άγκυρα
  2. αυτός που προσφέρει σε κάποιον την αίσθηση της ασφάλειας
  3. (ΗΠΑ) το ούπατ
     συνώνυμα: wall plug (ΗΒ)
  4. (πληροφορική, γλώσσα σήμανσης) η άγκυρα σε υπερκείμενο
  5. (κανονικές εκφράσεις) άγκυρα, μεταχαρακτήρας που προσδιορίζει θέση

Ρήμα

ενεστώτας anchor
γ΄ ενικό ενεστώτα anchors
αόριστος anchored
παθητική μετοχή anchored
ενεργητική μετοχή anchoring

anchor (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αγκυροβολώ, αράζω
    We anchored off of Piraeus.
    Αγκυροβολήσαμε στ' ανοιχτά του Πειραιά.
    We anchored outside of Pylos.
    Άραξαν στ' ανοιχτά της Πύλου.
  2. στερεώνω κάτι ώστε να μην κινείται
  3. βασίζω κάτι
  4. εκφωνώ τις ειδήσεις σε ηλεκτρονικό μέσο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.