ανγκορά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανγκορά < (άμεσο δάνειο) γαλλική angora < τουρκική Ankara < λατινική Ancyra < αρχαία ελληνική Ἄγκυρα (αντιδάνειο) < ἄγκυρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ang- (γωνία)

Ουσιαστικό

ανγκορά ουδέτερο άκλιτο

  1. (θηλαστικό ζώο) είδος κουνελιού με καταγωγή από την τουρκική πόλη Άγκυρα καθώς το ύφασμα που προέρχεται από τη γούνα του
    Ειδικότερα ανκορά ονομάζεται το ύφασμα το οποίο κατασκευάζεται από τη «μεταξένια» γούνα συγκεκριμένων ζώων – κατσίκες, γάτες και κουνέλια, όλα Αγκύρας. (*)
  2. (θηλαστικό ζώο) είδος γάτας με καταγωγή από την τουρκική πόλη Άγκυρα
  3. (θηλαστικό ζώο) είδος κατσίκας με καταγωγή από την τουρκική πόλη Άγκυρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.