ανγκορά
Νέα ελληνικά (el)

ανγκορά(1)
Ετυμολογία
- ανγκορά < (άμεσο δάνειο) γαλλική angora < τουρκική Ankara < λατινική Ancyra < αρχαία ελληνική Ἄγκυρα (αντιδάνειο) < ἄγκυρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ang- (γωνία)
Ουσιαστικό
ανγκορά ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) είδος κουνελιού με καταγωγή από την τουρκική πόλη Άγκυρα καθώς το ύφασμα που προέρχεται από τη γούνα του
- Ειδικότερα ανκορά ονομάζεται το ύφασμα το οποίο κατασκευάζεται από τη «μεταξένια» γούνα συγκεκριμένων ζώων – κατσίκες, γάτες και κουνέλια, όλα Αγκύρας. (*)
- (θηλαστικό ζώο) είδος γάτας με καταγωγή από την τουρκική πόλη Άγκυρα
- (θηλαστικό ζώο) είδος κατσίκας με καταγωγή από την τουρκική πόλη Άγκυρα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άγκυρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.