προγραμματισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προγραμματισμός | οι | προγραμματισμοί |
| γενική | του | προγραμματισμού | των | προγραμματισμών |
| αιτιατική | τον | προγραμματισμό | τους | προγραμματισμούς |
| κλητική | προγραμματισμέ | προγραμματισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προγραμματισμός < προγραμματίζω < αρχαία ελληνικήπρόγραμμα < προγράφω
Ουσιαστικό
προγραμματισμός αρσενικό
- καταγραφή και προκαθορισμός μιας σειράς μελλοντικών ενεργειών για επίτευξη αντικειμενικού σκοπού
- (προγραμματισμός) η σύνταξη ενός προγράμματος μέσω μιας γλώσσας προγραμματισμού (βλ. και προγραμματισμός υπολογιστών)
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
προγραμματισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.