αγκυροβολία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγκυροβολία | οι | αγκυροβολίες |
| γενική | της | αγκυροβολίας | των | αγκυροβολιών |
| αιτιατική | την | αγκυροβολία | τις | αγκυροβολίες |
| κλητική | αγκυροβολία | αγκυροβολίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγκυροβολία < (μαρτυρείται από το 1835) αγκυροβολώ
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αγκυροβολία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.