αγκυροβόλιο

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική αγκυροβόλιο αγκυροβόλια
γενική αγκυροβολίου αγκυροβολίων
αιτιατική αγκυροβόλιο αγκυροβόλια
κλητική αγκυροβόλιο αγκυροβόλια

Ουσιαστικό

αγκυροβόλιο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.