χριστόψαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χριστόψαρο | τα | χριστόψαρα |
| γενική | του | χριστόψαρου | των | χριστόψαρων |
| αιτιατική | το | χριστόψαρο | τα | χριστόψαρα |
| κλητική | χριστόψαρο | χριστόψαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χριστόψαρο < χριστό- + -ψαρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό

Χριστόψαρο (Zeus faber)
χριστόψαρο ουδέτερο
Συνώνυμα
- σανπιέρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.