Χριστούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Χριστούλης | οι | Χριστούληδες |
| γενική | του | Χριστούλη | των | Χριστούληδων |
| αιτιατική | τον | Χριστούλη | τους | Χριστούληδες |
| κλητική | Χριστούλη | Χριστούληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Χριστούλης < Χριστ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Κύριο όνομα
Χριστούλης αρσενικό
- (οικείο) ο Χριστός
- Χριστούλη μου! Τι σεισμός ήταν αυτός! Πώς φοβήθηκα!
Μεταφράσεις
Χριστούλης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.