χριστόψωμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χριστόψωμο τα χριστόψωμα
      γενική του χριστόψωμου των χριστόψωμων
    αιτιατική το χριστόψωμο τα χριστόψωμα
     κλητική χριστόψωμο χριστόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χριστόψωμο < Χριστ(ός) + -ό- + -ψωμο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
φρεσκοψημένο χριστόψωμο

Ουσιαστικό

χριστόψωμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.