χριστόψωμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χριστόψωμο | τα | χριστόψωμα |
| γενική | του | χριστόψωμου | των | χριστόψωμων |
| αιτιατική | το | χριστόψωμο | τα | χριστόψωμα |
| κλητική | χριστόψωμο | χριστόψωμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χριστόψωμο < Χριστ(ός) + -ό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;

φρεσκοψημένο χριστόψωμο
Ουσιαστικό
χριστόψωμο ουδέτερο
- (γαστρονομία) ειδικά ζυμωμένο και στολισμένο ψωμί που φτιάχνεται τα Χριστούγεννα
- Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο, 1887)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.