μεσσίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεσσίας | οι | μεσσίες |
| γενική | του | μεσσία | των | μεσσιών |
| αιτιατική | τον | μεσσία | τους | μεσσίες |
| κλητική | μεσσία | μεσσίες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεσσίας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεσσίας < αραμαϊκή משיחא (mʃiħɑ) < εβραϊκή משיח (maːˈʃiːaħ, μυρωμένος) < משח (χρίω, μυρώνω)
Ουσιαστικό
μεσσίας αρσενικό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.