μεσσίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσσίας οι μεσσίες
      γενική του μεσσία των μεσσιών
    αιτιατική τον μεσσία τους μεσσίες
     κλητική μεσσία μεσσίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεσσίας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεσσίας < αραμαϊκή משיחא (mʃiħɑ) < εβραϊκή משיח (maːˈʃiːaħ, μυρωμένος) < משח (χρίω, μυρώνω)

Ουσιαστικό

μεσσίας αρσενικό

  1. (θρησκεία) ο σταλμένος ως σωτήρας από το Θεό
  2. (χριστιανισμός)  δείτε τη λέξη Μεσσίας: ο Χριστός
  3. (μεταφορικά) ο σωτήρας, που βρίσκει λύση σε μια οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.