Παρασκευούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παρασκευούλα οι Παρασκευούλες
      γενική της Παρασκευούλας
    αιτιατική την Παρασκευούλα τις Παρασκευούλες
     κλητική Παρασκευούλα Παρασκευούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παρασκευούλα < Παρασκευ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα

Παρασκευούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παρασκευή

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.