εβδομάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εβδομάδα | οι | εβδομάδες |
| γενική | της | εβδομάδας | των | εβδομάδων |
| αιτιατική | την | εβδομάδα | τις | εβδομάδες |
| κλητική | εβδομάδα | εβδομάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εβδομάδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐβδομάδα < αρχαία ελληνική ἑβδομάς από την αιτιατική σε -άδα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.vðoˈma.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐βδο‐μά‐δα
Ουσιαστικό
εβδομάδα θηλυκό
Μεταφράσεις
εβδομάδα
|
Αναφορές
- εβδομάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.