Πέμπτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πέμπτη οι Πέμπτες
      γενική της Πέμπτης των Πεμπτών
    αιτιατική την Πέμπτη τις Πέμπτες
     κλητική Πέμπτη Πέμπτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πέμπτη < ελληνιστική κοινή Πέμπτη (εννοείται η πέμπτη ημέρα μετά το Σάββατο), ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πέμπτος
Στην ύστερη αρχαιότητα η ημέρα ονομαζόταν πέμπτη σαββάτων (η πέμπτη ημέρα μετά το Σάββατο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpem.ti/
ΔΦΑ : /ˈpem.pti/ (σπανιότερο, λόγιο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πέμπτη

Κύριο όνομα

Πέμπτη θηλυκό

  1. ημέρα της εβδομάδας· προηγείται η Τετάρτη και ακολουθεί η Παρασκευή
  2. η πέμπτη τάξη του δημοτικού σχολείου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.