Παρασκευής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παρασκευής | οι | Παρασκευήδες |
| γενική | του | Παρασκευή | των | Παρασκευήδων |
| αιτιατική | τον | Παρασκευή | τους | Παρασκευήδες |
| κλητική | Παρασκευή | Παρασκευήδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Παρασκευής < → δείτε τη λέξη Παρασκευή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.