Ουκρανία

η σημαία της Ουκρανίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ουκρανία οι Ουκρανίες
      γενική της Ουκρανίας των Ουκρανιών
    αιτιατική την Ουκρανία τις Ουκρανίες
     κλητική Ουκρανία Ουκρανίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση της Ουκρανίας στην Ευρώπη.

Ετυμολογία

Ουκρανία < ρωσική Украина (Ukraína) < σλαβικής προέλευσης украина / окраина < оу (πέρα από, στα) + краи (krai: σύνορα) < πρωτοσλαβική *krajь (σύνορα, τέλος)

Προφορά

ΔΦΑ : /u.kɾaˈni.a/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ουκρανία

Κύριο όνομα

Ουκρανία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.