σύνορα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.no.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύνορα

Ετυμολογία 1

σύνορα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

σύνορα

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

  • λέξεις με συνορ- με διαφορετικές ετυμολογίες και σημασίες: δείτε σχόλιο στο σύνορο

Ετυμολογία 2

σύνορα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σύνορα ουδέτερο

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

σύνορα

Ρηματικός τύπος

σύνορα

  1. (συνηρημένο) β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του συνοράω
  2. (συνηρημένος αιολικός & δωρικός τύπος) α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής & υποτακτικής ενεστώτα του συνοράω
  3. (επικός - ομηρικός & ιωνικός τύπος) γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού παρατατικού του συνοράω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.