Κίεβο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κίεβο τα Κίεβα
      γενική του Κιέβου
& Κίεβου
των Κιέβων
    αιτιατική το Κίεβο τα Κίεβα
     κλητική Κίεβο Κίεβα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κίεβο < (άμεσο δάνειο) ρωσική Киев (Kíjev) + -ο[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈci.e.vo/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κίεβο

Κύριο όνομα

Πανοραμική άποψη του Κιέβου

Κίεβο ουδέτερο

  • η πρωτεύουσα της Ουκρανίας
      Κάποιες από τις παλαιότερες εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονται στο Κίεβο. Όμως, και να μην πιστεύει κανείς στον Θεό, πρόκειται για αρχιτεκτονικά αριστουργήματα. Γενικά το κτιριακό σύνολο περιλαμβάνει πανύψηλα μπαρόκ «τέρατα», ενώ στα προάστια βασιλεύει ακόμα το σοβιετικό στυλ με τις πολυώροφες πολυκατοικίες χωρίς μπαλκόνια, πολλές εκ των οποίων χωρίς ασανσέρ.
    Μαρία Κοραχάη, Τουρίστρια στο Κίεβο, Η Καθημερινή, 19 Δεκεμβρίου 2016

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.