γρίβνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γρίβνα | οι | γρίβνες |
| γενική | της | γρίβνας | των | γριβνών |
| αιτιατική | τη | γρίβνα | τις | γρίβνες |
| κλητική | γρίβνα | γρίβνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρίβνα < ρωσική гривна
Ουσιαστικό
γρίβνα θηλυκό (αναφέρεται και ως ουδέτερο, άκλιτο)
- (νόμισμα) άλλη γραφή του χρίβνια
- ※ οι Ουκρανοί πολίτες στη Ρωσία και στα κατεχόμενα από τη Ρωσία εδάφη αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες, όπως η έλλειψη μέσων διαβίωσης, η αδυναμία ανταλλαγής ουκρανικών γρίβνα ή ανάληψης κεφαλαίων με τραπεζικές κάρτες (Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2022 σχετικά με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο πλαίσιο της αναγκαστικής απέλασης Ουκρανών πολιτών και της αναγκαστικής υιοθεσίας παιδιών από την Ουκρανία στη Ρωσία, 15/9/2022, Στρασβούργο, )
Μεταφράσεις
γρίβνα
|
→ δείτε τη λέξη χρίβνια |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.