Κύθηρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Κύθηρα | ||
| γενική | των | Κυθήρων | ||
| αιτιατική | τα | Κύθηρα | ||
| κλητική | Κύθηρα | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κύθηρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Κύθηρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.θi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κύ‐θη‐ρα
Κύριο όνομα

Δορυφορική φωτογραφία των Κυθήρων
Κύθηρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- νησί της Ελλάδας, νότια της Πελοποννήσου, μεταξύ της Λακωνίας και της Κρήτης. Ανήκει ιστορικά στα Ιόνια νησιά (Επτάνησα)· κατά την ενετοκρατία ονομάστηκε Cerigo (Τσιρίγο).
- οικισμός της Ελλάδας, πρωτεύουσα του παραπάνω νησιού
- (μεταφορικά) φανταστική τοποθεσία με βουκολική και ερωτική ατμόσφαιρα
- ※ Τα Κύθηρα ποτέ δε θα τα βρούμε, / το χάσαμε το πλοίο της γραμμής / Στα κύματα του Αιγαίου θα χαθούμε, / δυο κύματα που σβήσανε κι εμείς. (Τα Κύθηρα ποτέ δεν θα τα βρούμε, στίχοι: Ηλίας Λυμπερόπουλος, μουσική: Γιώργος Κατσαρός, εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος, 1973)
Ταυτόσημο
- Τσιρίγο (από την ενετική παραφθορά του ονόματος Κύθηρα)
- Πορφυρούσα (από τη χρωστική που οι κάτοικοι έμαθαν μάλλον από τους Φοίνικες να βγάζουν από κοχύλια)
- Κυθηραία και Κυθουρία (από τους Βυζαντινούς)
Συγγενικά
- Δ. Βασιλειάδης, Ταξίδι στα Κύθηρα, στο περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος. 1005 (15 Μαΐου 1969), τόμ. 85, σελ. 690
-
Κύθηρα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Κύθηρα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | Κύθηρᾰ |
| γενική | τῶν | Κυθήρων |
| δοτική | τοῖς | Κυθήροις |
| αιτιατική | τὰ | Κύθηρᾰ |
| κλητική ὦ! | Κύθηρᾰ | |
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- Κύθηρα < τοπωνύμιο προέλευσης από την προελληνική [1] [2]
Παράγωγα
παράγωγα και σύνθετα:
- Κυθέρεια
- Κυθέρη
- Κυθέρηα
- Κυθέρηθεν
- Κυθερηϊάς
- Κυθερηΐς
- Κυθηράδε
- Κυθήρη
- Κυθήρηθεν
- Κυθηρία
- Κυθηριάς
- Κυθήριος
- Κυθηρίς
- Κυθηροδίκης / κυθηροδίκης
- Κυθηρόθεν
- Κύθηρόνδε
Απόγονοι
Κύθηρα (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: Κυθουρία (θηλυκό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ↷ λατινικά: Cythericum > Cethericum > Cedrigum
- → ιταλικά: Cerigo [4]
- ↷ νέα ελληνικά: Τσερίγο, Τσιρίγο
- → ιταλικά: Cerigo [4]
Αναφορές
- Εισαγωγή - Pre-Greek loanwords in Greek, (Survey of suffixes - The material) σελ. xxxvii (37) - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ※ 51. -ηρ: σπίνθηρ; Αἰγλάηρ? TN[τοπωνύμια] Ποθηρεύς; (Crete), Κύθηρα.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- s.v. Τσερίγο - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
ΣτΕ: δείτε και Cythereius@ΛΟΓΕΙΟΝ - s.v. citerea αναζήτηση: Κύθηρα - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
Πηγές
- Κύθηρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κύθηρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.