Κυθέρεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κυθέρεια | οι | Κυθέρειες |
| γενική | της | Κυθέρειας | των | Κυθέρειων & Κυθερείων |
| αιτιατική | την | Κυθέρεια | τις | Κυθέρειες |
| κλητική | Κυθέρεια | Κυθέρειες | ||
| Κανονικά στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κυθέρεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κυθέρεια
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈθe.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐θέ‐ρει‐α
Κύριο όνομα
Κυθέρεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | Κυθέρειᾰ | ||
| γενική | τῆς | Κυθερείᾱς | ||
| δοτική | τῇ | Κυθερείᾳ | ||
| αιτιατική | τὴν | Κυθέρειᾰν | ||
| κλητική ὦ! | Κυθέρειᾰ | |||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Κυθέρηθεν
Αναφορές
- Vinciane Pirenne-Delforge, L’Aphrodite grecque (Presses universitaires de Liège, 1994), σημ. 57 του κεφ. VIII: «Cythère»· διαθέσιμο στον ιστότοπο books.openedition.org, πρόσβαση: 2020-09-22.
Πηγές
- Κυθέρεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κυθέρεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.