Πορφυρούσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πορφυρούσα οι Πορφυρούσες
      γενική της Πορφυρούσας των Πορφυρουσών
    αιτιατική την Πορφυρούσα τις Πορφυρούσες
     κλητική Πορφυρούσα Πορφυρούσες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πορφυρούσα <  δείτε τη λέξη Πορφυροῦσα

Προφορά

ΔΦΑ : /poɾ.fiˈɾu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πορφυρούσα

Κύριο όνομα

Πορφυρούσα θηλυκό

  • (νησί) παλιά ονομασία των Κυθήρων
      18ος αιώνας, Στέφανος Κομμητάς, Γενική ιστορία @books.google, (Εν Πέστη: παρά τω Ματθαίω Τράττνερ, 1828), σελ. 329
    Ἡ δὲ Κύθηρα, τὸ παλαιὸν ἐλέγετο Πορφυροῦσα, ἔπειτα δὲ ἐκλήθη Κύθηρα. Καὶ οἱ μὲν Ῥωμαῖοι τὴν ἔλαβον ἀπὸ τοὺς Σπαρτιάτας· οἱ δὲ Κωνσταντινουπολῖται τὴν ὠνόμαζον Τζερίγον.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.