Cerigo
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
Cerigo < λατινική Cedrigum < Cythericum < αρχαία ελληνική Κυθηρία < Κύθηρα[1]
Αναφορές
- Τσερίγο - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
Πηγές
- s.v. citerea αναζήτηση: Cerigo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.