βουκολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βουκολικός | η | βουκολική | το | βουκολικό |
| γενική | του | βουκολικού | της | βουκολικής | του | βουκολικού |
| αιτιατική | τον | βουκολικό | τη | βουκολική | το | βουκολικό |
| κλητική | βουκολικέ | βουκολική | βουκολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βουκολικοί | οι | βουκολικές | τα | βουκολικά |
| γενική | των | βουκολικών | των | βουκολικών | των | βουκολικών |
| αιτιατική | τους | βουκολικούς | τις | βουκολικές | τα | βουκολικά |
| κλητική | βουκολικοί | βουκολικές | βουκολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουκολικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βουκολικός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε βουκόλ(ος) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /vu.ko.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐κο‐λι‐κός
Επίθετο
βουκολικός -ή, -ό
- ο ποιμενικός, αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στον βοσκό, ή στη ποιμενική ζωή
- βουκολική ποίηση
Αναφορές
- βουκολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βουκολικός | ἡ | βουκολική | τὸ | βουκολικόν |
| γενική | τοῦ | βουκολικοῦ | τῆς | βουκολικῆς | τοῦ | βουκολικοῦ |
| δοτική | τῷ | βουκολικῷ | τῇ | βουκολικῇ | τῷ | βουκολικῷ |
| αιτιατική | τὸν | βουκολικόν | τὴν | βουκολικήν | τὸ | βουκολικόν |
| κλητική ὦ! | βουκολικέ | βουκολική | βουκολικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βουκολικοί | αἱ | βουκολικαί | τὰ | βουκολικᾰ́ |
| γενική | τῶν | βουκολικῶν | τῶν | βουκολικῶν | τῶν | βουκολικῶν |
| δοτική | τοῖς | βουκολικοῖς | ταῖς | βουκολικαῖς | τοῖς | βουκολικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | βουκολικούς | τὰς | βουκολικᾱ́ς | τὰ | βουκολικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | βουκολικοί | βουκολικαί | βουκολικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βουκολικώ | τὼ | βουκολικᾱ́ | τὼ | βουκολικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | βουκολικοῖν | τοῖν | βουκολικαῖν | τοῖν | βουκολικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βουκολικός < βουκόλ(ος) + -ικός
Πηγές
- βουκολικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βουκολικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.