Αντικύθηρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Αντικύθηρα
      γενική των Αντικύθηρων
& Αντικυθήρων
    αιτιατική τα Αντικύθηρα
     κλητική Αντικύθηρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αντικύθηρα < αντι- (δηλαδή απέναντι) + Κύθηρα

Προφορά

ΔΦΑ : /an.diˈci.θi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αντικύθηρα

Κύριο όνομα

Αντικύθηρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Εκφράσεις

  • Σε αρχαίο ναυάγιο της περιοχής βρέθηκε περίπου το 1900 μ.Χ. ο Έφηβος των Αντικυθήρων, χάλκινο άγαλμα που χρονολογείται στο 340 π.Χ.
  • Στο ίδιο ναυάγιο βρέθηκε ο παράδοξος για την εποχή του και μυστηριώδης μηχανισμός των Αντικυθήρων.

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.