Κυθηροδίκης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Κῠθηροδῐκα- | |||||
| ονομαστική | ὁ | Κυθηροδίκης | οἱ | Κυθηροδίκαι | |
| γενική | τοῦ | Κυθηροδίκου | τῶν | Κυθηροδικῶν | |
| δοτική | τῷ | Κυθηροδίκῃ | τοῖς | Κυθηροδίκαις | |
| αιτιατική | τὸν | Κυθηροδίκην | τοὺς | Κυθηροδίκᾱς | |
| κλητική ὦ! | Κυθηροδίκη | Κυθηροδίκαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κυθηροδίκᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Κυθηροδίκαιν | |||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
Κυθηροδίκης, -ου [ῠῐ] αρσενικό
- (πολιτική) Σπαρτιάτης ηγέτης που στελνόταν σε ετήσια βάση στα Κύθηρα ως κυβερνήτης τους
Πηγές
- Κυθηροδίκης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Κυθηροδίκης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.