κυθηροδίκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυθηροδίκης οι κυθηροδίκες
      γενική του κυθηροδίκη των κυθηροδικών
    αιτιατική τον κυθηροδίκη τους κυθηροδίκες
     κλητική κυθηροδίκη κυθηροδίκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυθηροδίκης < αρχαία ελληνική Κυθηροδίκης

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.θi.ɾoˈði.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυθηροδίκης

Ουσιαστικό

κυθηροδίκης αρσενικό

  • τίτλος στην αρχαία Σπάρτη για τον αρμοστή των Κυθήρων, δηλαδή εκείνον που αποστελλόταν στο νησί ως διοικητής μια φορά το χρόνο και ρύθμιζε τα τοπικά ζητήματα του νησιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.