Φοίνικες

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Φοίνικες < πληθυντικός του Φοίνικας

Κύριο όνομα

Φοίνικες αρσενικό
  • λαός σημιτικής καταγωγής της ανατολικής Μεσογείου που ζούσε στο σημερινό Λίβανο και τμήμα της Συρίας. Το θηλυκό, για τις γυναίκες από τη Φοινίκη, ήταν στην αρχαιότητα Φοίνισσαι.
ο Κάδμος ήταν σύμφωνα με την παράδοση Φοίνικας στην καταγωγή, δηλαδή προερχόταν από τον λαό των Φοινίκων
οι Φοίνικες είχαν σπουδαίο στόλο και ανέπτυξαν πολύ το θαλάσσιο εμπόριο στη Μεσόγειο
από τους Φοίνικες γνώρισαν οι Ελληνες και τα δέντρα που λέγονται φοίνικες ή φοινικιές
οι Φοίνικες προσέφεραν σημαντικά στοιχεία της γλώσσας τους στο ελληνικό αλφάβητο
οι Φοίνικες παρασκεύαζαν ένα μοναδικό πορφυρό χρώμα από τα κοχύλια τους και γι' αυτό όταν οι αρχαίοι έλεγαν "φοινικό" ή "φοινικικό" συχνά εννοούσαν το συγκεκριμένο βαθύ κόκκινο χρώμα και όχι το λαό

Συγγενικά

  • Φοινίκη
  • Φοίνισσαι
  • φοίνικας
  • φοινικιά και φοίνιξ
  • φοινικόδασος
  • φοινικίζω αρχ. ρήμα για ερωτικές ιδιορρυθμίες
  • φοινικόεις-φοινικόεσσα αρχ. αυτός που έχει βαθύ κοκκινο χρώμα
  • φοινικούς αρχ. επίθετο για τον πορφυρό
  • φοινικήιος αρχ. (Ιωνία) ο φοινικικός
  • Φοινίκι χωριό της Επιδαύρου
  • Φοινίκη χωριό της Μεθώνης και της Ηπείρου
  • Φοινικούντα ή αρχ. Φοινικούς, κωμοπόλεις της Ελλάδας
  • Φοινικιά πόλη της Κρήτης
  • Φήνιξ (αμερικανική πόλη)
  • Φοίνιξ (το μυθικό πουλί που αναγεννιέται)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.