Ισλανδία

η σημαία της Ισλανδίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ισλανδία οι Ισλανδίες
      γενική της Ισλανδίας των Ισλανδιών
    αιτιατική την Ισλανδία τις Ισλανδίες
     κλητική Ισλανδία Ισλανδίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η θέση της Ισλανδίας στην Ευρώπη

Ετυμολογία

Ισλανδία < γαλλική Islande < παλαιά νορβηγική Ísland < ís (πάγος) + land (χώρα) (η χώρα των πάγων)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.slanˈði.a/

Κύριο όνομα

Ισλανδία θηλυκό

  1. κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται στο ομώνυμο νησί, μεταξύ του Ατλαντικού και του Αρκτικού Ωκεανού, με πρωτεύουσα το Ρέυκιαβικ, επίσημη γλώσσα την Ισλανδική και νόμισμα την κορώνα Ισλανδίας
  2. (συνεκδοχικά) το νησί του Ατλαντικού Ωκεανού στο οποίο βρίσκεται αυτό το κράτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.