Ισλανδέζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ισλανδέζος | οι | Ισλανδέζοι |
| γενική | του | Ισλανδέζου | των | Ισλανδέζων |
| αιτιατική | τον | Ισλανδέζο | τους | Ισλανδέζους |
| κλητική | Ισλανδέζε | Ισλανδέζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.