Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Βικιλεξικό | τα | Βικιλεξικά |
| γενική | του | Βικιλεξικού | των | Βικιλεξικών |
| αιτιατική | το | Βικιλεξικό | τα | Βικιλεξικά |
| κλητική | Βικιλεξικό | Βικιλεξικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Βικιλεξικό < βικι- + λεξικό (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Wiktionary < wiki ("βικι-") dictionary ("λεξικό")
Προφορά
- ΔΦΑ : /vi.ci.le.ksiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βι‐κι‐λε‐ξι‐κό
Κύριο όνομα
Βικιλεξικό ουδέτερο
- ένα σχέδιο συνεργασίας, που ξεκίνησε ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός Wikimedia Foundation το 2002 με σκοπό τη δημιουργία ενός ελεύθερου, δυναμικού και πλήρους λεξικού σε κάθε γλώσσα του κόσμου
- η κοινότητα των χρηστών που συνεργάζονται για τη δημιουργία αυτού του ελεύθερου λεξικού
- το λεξικό που προκύπτει από αυτή τη συνεργασία, το παρόν λεξικό
Μεταφράσεις
Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.