δυναμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυναμικός | η | δυναμική | το | δυναμικό |
| γενική | του | δυναμικού | της | δυναμικής | του | δυναμικού |
| αιτιατική | τον | δυναμικό | τη | δυναμική | το | δυναμικό |
| κλητική | δυναμικέ | δυναμική | δυναμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυναμικοί | οι | δυναμικές | τα | δυναμικά |
| γενική | των | δυναμικών | των | δυναμικών | των | δυναμικών |
| αιτιατική | τους | δυναμικούς | τις | δυναμικές | τα | δυναμικά |
| κλητική | δυναμικοί | δυναμικές | δυναμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυναμικός < (ελληνιστική κοινή) δυναμικός < αρχαία ελληνική δύναμις < δύναμαι
Επίθετο
δυναμικός, -ή, -ό
- που έχει (ψυχική και ηθική) δύναμη και αντοχή και αναπτύσσει δραστηριότητες και πρωτοβουλία (ενίοτε και με κάποια βιαιότητα
- που παρουσιάζει τάση εξέλιξης
- ≈ συνώνυμα: εξελικτικός
- ≠ αντώνυμα: στατικός
- που σχετίζεται με τις φυσικές δυνάμεις
- που μεταβάλλεται στο χρόνο
- (πληροφορική) dynamic: αυτό που μπορεί να μεταβληθεί κατά την διάρκεια της εκτέλεσης ενός προγράμματος (runtime), όπως ο ορισμός του τύπου μιας μεταβλητής (variable)
Συγγενικά
- δυναμικά
- δυναμική
- δυναμικό
- δυναμικότητα
- → δείτε τη λέξη δύναμη
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.