Βαυαρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βαυαρία οι Βαυαρίες
      γενική της Βαυαρίας των Βαυαριών
    αιτιατική τη Βαυαρία τις Βαυαρίες
     κλητική Βαυαρία Βαυαρίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βαυαρία < (άμεσο δάνειο) λατινική Bavaria[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /va.vaˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βαυαρία

Κύριο όνομα

Βαυαρία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.