βαυαρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαυαρικός η βαυαρική το βαυαρικό
      γενική του βαυαρικού της βαυαρικής του βαυαρικού
    αιτιατική τον βαυαρικό τη βαυαρική το βαυαρικό
     κλητική βαυαρικέ βαυαρική βαυαρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαυαρικοί οι βαυαρικές τα βαυαρικά
      γενική των βαυαρικών των βαυαρικών των βαυαρικών
    αιτιατική τους βαυαρικούς τις βαυαρικές τα βαυαρικά
     κλητική βαυαρικοί βαυαρικές βαυαρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαυαρικός < Βαυαρ(ία) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /va.va.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαυαρικός

Επίθετο

βαυαρικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

  1. βαυαρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.