Μόναχο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Μόναχο
      γενική του Μονάχου
& Μόναχου
    αιτιατική το Μόναχο
     κλητική Μόναχο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μόναχο < γερμανική München < παλαιά άνω γερμανική munih (μοναχός, καλόγερος)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Άποψη του Μονάχου

Κύριο όνομα

Μόναχο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.